ανταφαιρώ

ανταφαιρώ
(ε) μετ. возмещать (себе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανταφαιρώ" в других словарях:

  • ανταφαιρώ — ἀνταφαιρῶ ( έω) (Α) 1. αφαιρώ κι εγώ κάτι από κάποιον 2. αφαιρώ από την αντίθετη πλευρά …   Dictionary of Greek

  • ἀνταφαιρῶ — ἀνταφαιρέω take away in return pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνταφαιρέω take away in return pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»